ἄκαρπος

ἄκαρπος
ἄκαρπ-ος, ον,
A without fruit, barren, E.Fr.898.8, Pl.Ti. 91c; ἄ. ξύλον, = ἀκακία, LXX Is.41.19: c. gen.,

λίμνη ἄ. ἰχθύων Paus. 5.7.3

.
2 metaph., fruitless, unprofitable,

πόνος B.Fr.7.5

;

λόγοι Pl.Phdr.277a

;

τὰ ἄ. Arist.EN1125a11

. Adv.

-πως S.OT254

.
II [voice] Act., making barren, A.Eu.942, cf. Max. Tyr.5.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄκαρπος — without fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκαρπος — η, ο (Α ἄκαρπος, ον) 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος «άκαρπο δέντρο», «ἄκαρποι ἄρουραι» 2. ο άτεκνος, ο στείρος «άκαρπη γυναίκα», «ἄκαρπον ζῷον» (Πλάτ. Τίμ. 91 c) 3. ανώφελος, άσκοπος «άκαρπη συζήτηση», «ἄκαρπος πόνος» (Βακχυλ. απ. 7,… …   Dictionary of Greek

  • άκαρπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο στείρος: Αυτό το δέντρο είναι άκαρπο. 2. ο ανωφελής, ο μάταιος: Οι προσπάθειές του ήταν άκαρπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαρπίζω — [άκαρπος] είμαι ή γίνομαι άκαρπος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαρποτέρων — ἄκαρπος without fruit fem gen comp pl ἄκαρπος without fruit masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρπως — ἄκαρπος without fruit adverbial ἄκαρπος without fruit masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκαρπον — ἄκαρπος without fruit masc/fem acc sg ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρποτάτη — ἄκαρπος without fruit fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπότερα — ἄκαρπος without fruit neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρπότερος — ἄκαρπος without fruit masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάρποις — ἄκαρπος without fruit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”